επιφαυλίζω

επιφαυλίζω
ἐπιφαυλίζω (Α)
θεωρώ κάποιον ανάξιο λόγου, ασήμαντο («ἐπίβλεψον τίνι ἐπεφαύλισας», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαυλίζω (< φαύλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”